Μινύαι

Μινύαι
Αρχαίος ελληνικός λαός της Βοιωτίας γύρω από τον Ορχομενό, φορέας ενός πολύ αναπτυγμένου πολιτισμού κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (θολωτός τάφος του Μινύα στον Ορχομενό, έργα στη λίμνη της Κωπαΐδας). Ο Παυσανίας κάνει λόγο για Μ. στον Ορχομενό κατά την εποχή της μάχης των Λεύκτρων, την εποχή εκείνη όμως ο λαός ως σύνολο είχε ήδη εξαφανιστεί. Στην τρωική εκστρατεία οι Μ. συμμετείχαν με 30 πλοία. Γενάρχης των Μ. θεωρούνταν ο Μινύας, εγγονός του Δία ή του Ποσειδώνα. Ένας μυθικός εκπρόσωπος της ισχύος των Μ. ήταν ο Εργίνος, που κατέστησε τη Θήβα φόρου υποτελή. Η εξασθένιση της δύναμης των Μ. πρέπει να τοποθετηθεί περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας. Σκοτεινή παραμένει η σύνδεση ή η ταύτισή τους με τους Αργοναύτες, κατασκεύασμα των μεθομηρικών χρόνων: ο Εργίνος θεωρήθηκε Αργοναύτης, ο Αθάμας γιος του Μινύα. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι οι καλύτεροι Αργοναύτες ήταν απόγονοι του Μινύα. Συνέπεια της σύνδεσης αυτής είναι η παρουσία Μ. στη μυθολογία και έξω από τη Βοιωτία, κυρίως στα πλαίσια του μύθου των Αργοναυτών: στην Τέω, στη Λήμνο, στην Κυρήνη και στην Τριφυλία. Σχετικά με την ομοιότητα του ονόματος του Μινύα και του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα δεν υπάρχουν στοιχεία. Τα αγγεία που οι αρχαιολόγοι προσδιορίζουν ως μινυακά είναι μεσοελλαδικά. Μινυακά αγγεία. Προϊστορικά αγγεία που βρέθηκαν στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Κατασκευάστηκαν από τους Μ. Χαρακτηριστικά τους είναι το σκούρο χρώμα του πηλού και η τεχνητά γυαλισμένη επιφάνειά τους. Τα αρχαιότερα είναι χειροποίητα, ενώ τα νεότερα, δηλαδή από τον 17o αι. π.Χ. έως τη μυκηναϊκή εποχή, είναι κατασκευασμένα με τροχό. Μινυακά αγγεία έχουν βρεθεί και σε πολλά άλλα μέρη όπως η Μήλος, η Θεσσαλία και η Τροία.
* * *
Μινύαι, αἱ (Α)
1. γενεά ηρώων στον Ορχομενό
2. (στον εν.) ὁ Μινύας
ονομασία ήρωα ή θεού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μινύαι — Μινύᾱͅ , Μίνυος fem dat sg (doric aeolic) Μινύαι fem nom/voc pl Μινύᾱͅ , Μινύης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μινυῶν — Μινύαι fem gen pl Μινύης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μινύᾳ — Μινύᾱͅ , Μίνυος fem dat sg (doric aeolic) Μινύαι , Μινύαι fem nom/voc pl Μινύᾱͅ , Μινύης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lemnos — Isla de Lemnos Λήμνος Vista de Mirina, la principal localidad de la isla Localización País …   Wikipedia Español

  • ЛЕМНОС —    • Lemnus,          η̉ Λη̃μνος, прежде называвшийся также Αι̉θαλία и Ύψιπύλεια, н. Сталимене, остров в Эгейском море величиною в 6 кв. км., часто терпевший от землетрясений. Остров вулканического свойства (о чем еще ныне свидетельствуют горячие …   Реальный словарь классических древностей

  • Minyae — MINYAE, arum, Gr. Μίνυαι, ῶν, sind so viel, als die Argonauten, die solchen Namen von folgendem Minyas haben. Lycophr. v. 874. & ad eum Tzetz. l. c. & Hygin. Fab. 14. Es hießen aber nachher auch ihre Kinder so, welche sie mit den Weibern in… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ORCHOMENUS sive ORCHOMENUM — ORCHOMENUS, sive ORCHOMENUM oppid. geminum; unum Boeotiae inter Elateam ad Septentrionem et Coroneam ad Meridiem proximas urbes, adhuc Orchomeno dictum; ubi templum Charitibus, h. e. Gratiis dicatum erat: olim ditissimum, ac potentissimum, cui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξυβρίζω — και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω) χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. ατιμάζω, ντροπιάζω αρχ. 1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μινυακός — ή, ό (Α μινυακός, ή, όν) [Μινύαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μινύες ή στον Μινύα («μινυακά αγγεία» κατηγορία αγγείων που χρονολογούνται στη μεσοελλαδική και πρώιμη μυκηναϊκή εποχή και τα οποία ονομάστηκαν έτσι επειδή βρέθηκαν για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • μινυαμάχος — μινυαμάχος, ὁ (Α) αυτός που μάχεται κατά τών Μινυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μινύαι + μάχος (< μάχομαι*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”